- βράγχου
- βράγχοςhoarsenessmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βράγχου — Βράγχος hoarseness masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευάγγελος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεός ή ήρωας της Εφέσου. Συνδέεται με την αρχαιότερη λατρεία του Πιξωδάρου, για τον οποίο, όπως αναφέρει ο Βιτρούβιος, ήταν βοσκός και ανακάλυψε ορυχείο μαρμάρου, το οποίο χρησιμοποιήθηκε στην οικοδόμηση του… … Dictionary of Greek
Μαχαιρέας — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Μ. ήταν πρόγονος του Βράγχου (γενάρχη του ιερατικού γένους των Βραγχιδών, οι οποίοι κληρονομούσαν το προνόμιο της ιεροσύνης), που είχε ιδρύσει το ιερό του Απόλλωνα στους Διδύμους της Μικράς Ασίας. Ο… … Dictionary of Greek